σοκάρω

σοκάρω
(αόρ. (ε)σόκαρα и (ε)σοκάρισα, παθ. αόρ. (ε)σοκαρίστηκα) μετ. шокировать; приводить в смущение, ставить в неловкое положение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σοκάρω" в других словарях:

  • σοκάρω — σοκάρω, σόκαρα και σοκάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

  • σοκάρω — (λ. γαλλ.), σόκαρα και σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, προκαλώ έκπληξη, ενοχλώ κάποιον με ανάρμοστη πράξη ή λόγο: Τον σόκαρε με τα τολμηρά ανέκδοτά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»